- χρύσια
- χρύ̱σια , χρύσεοςgoldenneut nom/voc/acc pl (aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χρυσία — Μικρό νησί κοντά στο νησί Άγιος Μηνάς των Φούρνων στην πρώην επαρχία Ικαρίας, του νομού Σάμου … Dictionary of Greek
χρυσία — χρῡσίᾱ , χρύσεος golden fem nom/voc/acc dual (aeolic) χρῡσίᾱ , χρύσεος golden fem nom/voc sg (attic doric aeolic) χρῡσία , χρυσίον a piece of gold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσίᾳ — χρῡσίᾱͅ , χρύσεος golden fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντελικός — ή, ό / συντελικός, ή, όν, ΝΑ [συντελῶ] νεοελλ. φρ. «συντελικοί χρόνοι» οι χρόνοι που σημαίνουν κάτι που έχει συντελεστεί, δηλαδή ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συντέλεια ή… … Dictionary of Greek
VESTIARIAE Leges — luxum in vestitu castigant, et cuilibet civium ordini certa vestimentorum genera eorundemque certa pretia assignant: Quô nomine in Germania incliti in primis Ulricus et Christophorus Duces Wirtembergiae Res publicaque Noribergensis pridem fuere.… … Hofmann J. Lexicon universale
περιτρώγω — Α 1. τρώω κάτι ολόγυρα, από όλα τα μέρη 2. αφαιρώ γύρω γύρω, απογυμνώνω («μή τις λαθών σου περιτράγῃ τὰ χρυσία», Αριστοφ.) 3. παρενοχλώ, κακολογώ συνεχώς κάποιον … Dictionary of Greek